αγανεύω

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

αγανός
1. κάνω κάτι αγανό, χαλαρό, χαλαρώνω, ξεσφίγγω
2. (για ύφανση) υφαίνω ή πλέκω αγανά, αραιά και όχι κρουστά
3. γίνομαι αραιός, χαλαρός, πλέκομαι ή υφαίνομαι αραιά
4. καταπραΰνω τον θυμό μου, ηρεμώ.