αδένας
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο)
επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ngwen (μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ΙΕ ρίζας engw-), που σήμαινε αρχικά «πρήξιμο, οίδημα, όγκος, βουβών». Στην ίδια ρίζα ανάγεται το λατ. inguen (ουδ. κατά τα sanguen «λίπος» κ.ά.) που διατήρησε την αρχ. σημασία (οίδημα – όγκος – βουβών). Από το λατ. inguen προήλθαν οι νεολατιν. λέξεις που σημαίνουν τον «βουβώνα» (γαλλ. aine, ισπ. ingle, ιταλ. ιnguine). Μερικοί υποστηρίζουν ότι στην ίδια ρίζα (engw-) ανάγεται και η λ. νεφρός (< negwh-ros), άποψη που εμφανίζει όμως μεγάλες ερμηνευτικές δυσχέρειες (προϋποθέτει αντιμετάθεση του en σε ne, εναλλαγή των gwh και gw κ.λπ.)
ΠΑΡ. αδενοειδή, αδενώδης
νεοελλ.
αδενικός, αδενίσκος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αδενοπαθής].