τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
-ή, -ό αδειαστής
1. αυτός που αναφέρεται στον αδειαστή, τον εκκενωτή
2. (συνήθως το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδειαστικά
πληρωμή, αμοιβή για εκκένωση.