αιματάρης

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα και -αριά)
1. αυτός που εχει άφθονο αίμα
2. (για γυναίκες) αυτή που έχει πολύ αίμα κατά την έμμηνη ρύση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα.
ΠΑΡ. αιματάρικος].