συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
ο (θηλ. -ισσα και -αριά)
1. αυτός που εχει άφθονο αίμα
2. (για γυναίκες) αυτή που έχει πολύ αίμα κατά την έμμηνη ρύση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα.
ΠΑΡ. αιματάρικος].