αιματώδης

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

-ες (Α αἱματώδης) αἷμα
ο όμοιος με αίμα κατά το χρώμα, κόκκινος
νεοελλ.
αυτός που έχει άφθονο αίμα, ο πλούσιος σε αίμα
2. αυτός που γίνεται με αίμα, ο αιμάτινος
αρχ.
αυτός που έχει τη σύσταση του αίματος.