οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
-ές (Α αἱμοσταγής)
αυτός που στάζει αίμα
νεοελλ.
αιμοχαρής, κακούργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -σταγὴς < στάζω.