ακαθόριστος

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και -ος, -ον καθορίζω
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, ασαφής, απροσδιόριστος.