ακοντισμός

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀκοντισμός) ἀκοντίζω
η ακόντιση
νεοελλ.
αγώνισμα κατά το οποίο ρίχνεται έντεχνα το ακόντιο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση με πνεύμα συναγωνισμού
μσν.
(για υγρά) ανάβρυσμα, αναπήδημα.