ακριβολογώ
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἀκριβολογοῦμαι)
1. μιλώ, εκφράζομαι με ακρίβεια, κυριολεκτώ
2. εξετάζω, ερευνώ με ακρίβεια και συνέπεια
αρχ.
σταθμίζω, ζυγίζω με ακρίβεια, με αυστηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακριβολόγος.
ΠΑΡ. μσν. ἀκριβολόγησις
νεοελλ.
ακριβολόγημα].