ακριτολόγος

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

-ο
αυτός που μιλά χωρίς περίσκεψη, ανόητος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκριτος + -λογος < λέγω
ΠΑΡ. ακριτολογία, ακριτολογώ].