ακριτολόγος
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
-ο
αυτός που μιλά χωρίς περίσκεψη, ανόητος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκριτος + -λογος < λέγω
ΠΑΡ. ακριτολογία, ακριτολογώ].