ακροβατώ
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Greek Monolingual
(Α ἀκροβατῶ, -έω)
νεοελλ.
1. εκτελώ ακροβατικά γυμνάσματα, κάνω ακροβασίες
2. ασκώ το επάγγελμα του ακροβάτη
3. επιχειρώ επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις
αρχ.
1. (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) περπατώ στις άκρες τών ποδιών, καμαρωτά, «κορδώνομαι»
2. ανεβαίνω ψηλά, στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακροβάτης.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροβάτημα, ακροβατισμός].