αλία

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

(I)
ἁλία, η (Α)
1. λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση
2. στις δωρικές πόλεις σήμαινε τη συνέλευση του λαού, που αντιστοιχούσε με την αττική ἐκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλής.
ΠΑΡ. αρχ.. ἁλιαῖος, ἁλιαία, και αττ. τ. ἡλιαία, ἁλιαστάς].
(II)
ἁλία και ἅλια, η (Α) ἅλς
σκεύος μέσα στο οποίο έτριβαν ή φύλαγαν το αλάτι, γουδί, αλατοθήκη.
(III)
ἁλία, η (Α)
η αλιεία.