αλλοφωνία

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

ἀλλοφωνία, η (Α) ἀλλόφωνος
το να μιλούν άλλος άλλη γλώσσα, σύγχυση γλωσσών.