αλλοφωνία

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

ἀλλοφωνία, η (Α) ἀλλόφωνος
το να μιλούν άλλος άλλη γλώσσα, σύγχυση γλωσσών.