σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
ἀλλοφωνία, η (Α) ἀλλόφωνοςτο να μιλούν άλλος άλλη γλώσσα, σύγχυση γλωσσών.