αλτάνα

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

και αλιτάνα και αρτάνα, η
1. μικρό, στενό χώρισμα παράλληλο προς τον τοίχο αυλής, όπου φυτεύονται λουλούδια, πρασιά
2. μικρός εξώστης, μπαλκόνι με άνθη
3. γλάστρα με λουλούδια
4. στον πληθ. οι αλτάνες
είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. altana «εξώστης».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλτανεύω, αλτανιάζω].