αλυχτώ

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

(-άω)
1. υλακτώ, γαβγίζω
2. φωνάζω, βρίζω
3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ἀλυκτῶ ΙΙ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ.