αλόγιστος

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλόγιστος, -ον)
αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος
2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλόγιστον α) η κατάσταση της ψυχής που αποκλείει τη λειτουργία της σκέψης, αλογιστία, παραλογισμός
β) αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, η τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λογίζομαι.
ΠΑΡ. αλογισταίνω, αλογιστία
αρχ.
ἀλογιστῶ >
νεοελλ.
αλογισιά].