αμπέλινος

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμπέλινος, -ίνη, -ινον)
1. αυτός που ανήκει στο αμπέλι ή προέρχεται από αυτό
2. οινοπότης, μέθυσος
«γραῡς ἀμπελίνη».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμπελος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίνα].