αμφίλογος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίλογος, -ον)
1. αμφισβητούμενος, αμφίβολος
2. αυτός που προκαλεί αμφισβήτηση, αμφιβολία, ο εριστικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀμφίλογα
τα υπό αμφισβήτηση, έριδες, φιλονικίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφιλέγω.
ΠΑΡ. αμφιλογία αρχ.-μσν. ἀμφιλογοῦμαι].