αμφιμήκης

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

ἀμφιμήκης, -ες (ΑΜ)
1. άρτιος, ζυγός (αριθμός)
2. ισόμετρος κατά τα άκρα, αντίθ. ἐτερομήκης (για σχήματα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -μήκης < μῆκος (πρβλ. ἐπιμήκης, εὐμήκης, ἰσομήκης, ὑπερμήκης κ.ά.)].