ανάδειξη
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
Greek Monolingual
η (Α ἀνάδειξις) ἀναδεικνύω
εκλογή σε αξίωμα, ανακήρυξη, αναγόρευση
νεοελλ.
εξύψωση, προαγωγή, προβολή
αρχ.
1. τελετή επίσημης αναγνώρισης ή καθιέρωσης
2. παρουσίαση, εμφάνιση.