ανάθεση

From LSJ

Greek Monolingual

η (Α ἀνάθεσις) ἀνατίθημι
νεοελλ.
το να αφήνει κανείς σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφόρτιση, εντολή για εκτέλεση μιας πράξης
αρχ.
προσφορά αναθήματος, αφιέρωση αναθήματος σε ναό.