ανάκατος

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ανακατωμένος, ανάμικτος
2. αυτός που βρίσκεται σε αταξία, ανάστατος, αυτός που είναι άνω κάτω, ακατάστατος
3. αυτός που αποτελείται από ανόμοια πράγματα, συγκεχυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακάτος < ἀνώκατος με συνεκφορά τών επιρρ. της φρ. ἄνω κάτω.
ΠΑΡ. ανακατεύω, ανακατώνω].