ανίδρωτος

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνίδρωτος, -ον)
αυτός που δεν γυμνάστηκε μέχρι να ιδρώσει, αγύμναστος, νωθρός, νωχελικός
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ιδρώτα, που δεν ιδρώνει
2. μτφ. αυτός που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, άκοπος
(για αρρώστια) αυτός που δεν συνοδεύεται από εφίδρωσηἀνίδρωτος ἴκτερος»
Ιπποκράτης).