ανίσως

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source

Greek Monolingual

(I)
(Μ ἀνίσως)
σύνδ. υποθ. που συνεκφέρεται συνήθως με το και και εισάγει: 1. υποθ. προτάσεις «Ανίσως κι άλλον αγαπώ και θέλω για να φύγεις, σπαθί βαστάς στη μέση σου κόψε μου το κεφάλι» δημοτ.)
2. πλάγιες ερωτηματικές («τον ρώτησε ανίσως κι είναι σωστά αυτά που λέει»)
3. προτάσεις που δηλώνουν άρνησηανίσως κι έρθει σήμερα»)
μάλλον δεν θα 'ρθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανίσως < αν- (υποθ.) + ίσως].
(II)
επίρ. (Α ἀνίσως)
κατά τρόπο άνισο.