αναΐσσω

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

ἀναΐσσω και συνηρ. ἀνᾴσσω (Α)
1. ορμώ επάνω, αναπηδώ
2. σηκώνομαι επάνω για να μιλήσω
3. (για πηγή) αναβλύζω με ορμή
4. φεύγω ολοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀΐσσω, ἄσσω].