αναβιώνω

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

(Α ἀναβιῶ, -όω)
επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ, ξαναγεννιέμαι
νεοελλ.
επαναφέρω κάτι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναζωπυρώνω, επαναδραστηριοποιώ, ενεργοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ + βιῶ.
ΠΑΡ. ἀναβίωσις (-η) μσν. ἀναβίωμα.