αναδιπλασιάζω
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
Greek Monolingual
(Α ἀναδιπλασιάζω)
1. διπλασιάζω εκ νέου, ξαναδιπλασιάζω ή απλώς διπλασιάζω
2. (στη Γραμμ.) εφαρμόζω αναδιπλασιασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διπλασιάζω.
ΠΑΡ. αναδιπλασιασμός].