Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναζέω

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ἀναζέω (Α)
1. βράζω και φουσκώνω, αναβράζω, κοχλάζω
2. είμαι γεμάτος από κάτι, βρίθω
3. (για πάθος ή οργή) βρίσκομαι σε ψυχική ταραχή, βράζω από θυμό κ.λπ.
4. κάνω κάτι να βράσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάζεσις
μσν.
ἀνάζεμα.