ανακαθίζω

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

ἀνακαθίζω)
Ι. (μτβ.)
1. ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος, ώστε να καθήσει με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. (για πρόσωπα και ζώα) ανατρέφω, εκτρέφω
3. ανασηκώνω τον σάκο που γεμίζω και τον χτυπώ στο έδαφος, για να κατακαθίσει το περιεχόμενο του και να χωρέσει έτσι περισσότερη ποσότητα
ΙΙ. (αμτβ.)
1. ανασηκώνομαι, ενώ είμαι ξαπλωμένος, ώστε να έχω τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. σηκώνομαι από τη θέση μου και κάθομαι αλλού, αλλάζω θέση
3. (για παιδιά και φυτά) αναπτύσσομαι, αυξάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καθίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακάθιση, ανακάθισμα, ανακαθιστός].