ἀνακαθίζω
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
A set up: whence Med., sit up, εἰς τὴν κλίνην Pl.Phd. 60b.
II intr., sit up, Hp.Prog.3, Aen.Tact.27.8; δὶς ἑπτὰ[μησὶν] -ει [τὰ βρέφη] Theol.Ar.48; of a hare listening, X.Cyn.5.7.
Spanish (DGE)
incorporarse, sentarse gener. sobre el lecho o sobre donde se está echado (παρήγγειλεν) ὅταν τις θόρυβος γίγνηται ἀνακαθίζειν αὐτοὺς ... ἐν τῇ εὐνῇ Aen.Tact.27.8, cf. Hp.Prog.3, X.Cyn.5.7, Hippiatr.34.1, ἀνεκάθισεν ὁ νεκρός Eu.Luc.7.15, μικρὸν ἀνεκάθισεν (Diógenes el Cínico ante Alejandro), Plu.Alex.14, δὶς δὲ ἑπτὰ (μησίν) ἀνακαθίζει (τὸ βρέφος) Theol.Arith.48
•en v. med. mismo sent. ἀνακαθιζόμενος εἰς τὴν κλίνην Pl.Phd.60b.
German (Pape)
[Seite 190] sich im Sitzen aufrichten, aufrecht hinsetzen, ἀνακαθίζοντες ἐπαίρουσιν ἑαυτούς Xen. Cyn. 5, 19; ἀνεκάθισεν Plut. Alex. 14; Philop. 20; so auch med., ἀνακαθιζόμενοι ἐπὶ τὴν κλίνην Plat. Phaed. 60 b.
French (Bailly abrégé)
se dresser sur son séant.
Étymologie: ἀνά, καθίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακᾰθίζω: тж. med. (о лежащем) привставать, приподниматься, принимать сидячее положение Xen., Plut.: ἀνακαθιζόμενος εἰς τὴν κλίνην Plat. привстав (и сев) на постели.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακᾰθίζω: καθίζω τι, ὅθεν μέσ. καθίζω ἐμαυτόν, κάθημαι, ἀνακαθιζόμενος ἐπὶ τὴν κλίνην Πλάτ. Φαίδρ. 60Β. ΙΙ. ἀμετάβ. κάθημαι ἐπὶ τῆς κλίνης, Ἱππ. Προγν. 37: ― ἐπὶ λαγωοῦ προσέχοντος καὶ ἀκροωμένου, διατρέχων γὰρ καὶ ἀνακαθίζων Ξεν. Κυν. 5. 7.
English (Strong)
from ἀνά and καθίζω; properly, to set up, i.e. (reflexively) to sit up: sit up.
English (Thayer)
1st aorist ἀνεκάθισα; to raise oneself and sit upright; to sit up, sit erect: WH marginal reading ἐκάθισεν); Xenophon, cyn. 5,7, 19; Plutarch, Alex c. 14; and often in medical writings; with ἑαυτόν, Plutarch, Philop c. 20; middle in same sense, Plato, Phaedo c. 3, p. 60b.)
Greek Monolingual
(Α ἀνακαθίζω)
Ι. (μτβ.)
1. ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος, ώστε να καθήσει με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. (για πρόσωπα και ζώα) ανατρέφω, εκτρέφω
3. ανασηκώνω τον σάκο που γεμίζω και τον χτυπώ στο έδαφος, για να κατακαθίσει το περιεχόμενο του και να χωρέσει έτσι περισσότερη ποσότητα
ΙΙ. (αμτβ.)
1. ανασηκώνομαι, ενώ είμαι ξαπλωμένος, ώστε να έχω τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. σηκώνομαι από τη θέση μου και κάθομαι αλλού, αλλάζω θέση
3. (για παιδιά και φυτά) αναπτύσσομαι, αυξάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καθίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακάθιση, ανακάθισμα, ανακαθιστός].
Greek Monotonic
ἀνακᾰθίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. ορθώνω — Μέσ., κάθομαι, σε Πλάτ.
II. αμτβ., κάθομαι, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. to set up: Mid. to sit up, Plat.
II. intr. to sit up, Xen.
Chinese
原文音譯:¢nakaq⋯zw 安那-卡特衣索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向上-向下(化)
字義溯源:坐起,坐起來;由(ἀνά)*=上)與(καθίζω)=坐下)組成;其中 (καθίζω)出自(καθέζομαι)=就座),而 (καθέζομαι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成,其中 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)。這字僅用過兩次,都是說到死人復活而坐起來
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 坐起來(2) 路7:15; 徒9:40