ανακρεμάννυμι

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

ἀνακρεμάννυμι (Α)
1. κρεμώ κάτι από κάπου
2. απαγχονίζω
3. κάνω να εξαρτάται, εξαρτώ
«ἀνακρεμάσας ὑμᾶς ἀπὸ τῶν ἐλπίδων»
4. παθ. ἀνακρέμαμαι είμαι κρεμασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρεμάννυμι.