ανακριβολόγος

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

ο, η
1. αυτός που δεν ακριβολογεί, που λέει ανακρίβειες
2. αυτός που δεν κυριολεκτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακριβής + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. ανακριβολογία, ανακριβολογώ].