Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
(Μ ἀναλώνω) [ἀναλῶ Ι]
για νεοελλ. σημ. βλ. ἀναλίσκω
μσν.
1. κυριεύω
2. φονεύω
3. καταστρέφω
4. καταργώ, διαγράφω.