ανδάνω

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

ἁνδάνω (Α)
1. (προσ.) είμαι αρεστός σε κάποιον, τέρπω, ευχαριστώ
2. απρόσ. (για σύνολο ανθρώπων) νομίζω, έχω τη γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανήκει στην οικογένεια των ήδομαι, ηδύς κ.λπ. Δεν παρατηρείται ακριβής αντιστοιχία με τ. άλλων γλωσσών
συνδέεται μόνο με τα αρχαία ινδ. svadati, svadate «αρέσω» καί τα λατ. suādeō «συμβουλεύω», suavis «ευχάριστος». (Πρβλ. αττ. ἥδομαι, δωρ. ᾱδάνω καθώς και κρητ. ἔFaδε, αιολ. εὔαδε (< -σFαδ-ε), λοκρ. FεFαδηκότα, με τα οποία πιστοποιείται η παρουσία του F στον τ.].