ανεξέλεγκτος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξέλεγκτος, -ον)
1. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί, μη υποκείμενος σε έλεγχο
2. εκείνος που δεν υπέστη έλεγχο, που δεν εξακριβώθηκε με έλεγχο
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να εξακριβωθεί ή να αναιρεθεί
2. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον καταδικάσει, άμεμπτος, άψογος.