ανθονόμος

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθονόμος, -ον)
νεοελλ.
γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
(για τόπο) γεμάτος άνθη.