ανθρωπομορφισμός

From LSJ

Greek Monolingual

ο
1. η τάση των ανθρώπων να παριστάνουν τον θεό ή τους θεούς με ανθρώπινη μορφή και να αποδίδουν σ' αυτούς ανθρώπινες ιδιότητες
2. παράσταση και ερμηνεία κάθε πραγματικότητας σύμφωνα με ανθρώπινα σχήματα και μέτρα.