ανθρωποχείμαρρος

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

ο
πλήθος ανθρώπων που τρέχουν προς την ίδια κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + χείμαρρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].