ανταγωνισμός

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

ο
1. το να είναι κάποιος ανταγωνιστής, αντίπαλος άλλου
2. άμιλλα μεταξύ ατόμων με τις ίδιες ή παραπλήσιες επιδιώξεις
3. αθέμιτος ανταγωνισμός, η προσπάθεια να επικρατήσει κανείς οικονομικά χρησιμοποιώντας απέναντι των ανταγωνιστών του αθέμιτα μέσα.