ανταποδεικνύω
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
Greek Monolingual
(Α ἀνταποδεικνύω κ. -δείκνυμι)
αποδεικνύω το αντίθετο απ’ αυτό που απέδειξε κάποιος άλλος
αρχ.
1. αποδεικνύω κι εγώ με τη σειρά μου
2. αναδεικνύω κάποιον σ’ ένα αξίωμα αντί για κάποιον άλλο.