αντεκδίκηση

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

η
1. η ανταπόδοση κακού με άλλο κακό
2. κάθε μέτρο που παίρνει κράτος ή οργανωμένη ομάδα για να επιτύχει κάποιον εξαναγκασμό χωρίς προσφυγή στα όπλα, αντίποινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + εκδίκηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Αδαμάντιο Κοραή].