αντικείμενο
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
το αντίκειμαι
1. κάθε τι που μπορεί να υποπέσει στις αισθήσεις μας, κυρίως στην όραση και την ακοή, κάθε τι που ανήκει στον εξωτερικό κόσμο
2. εκείνο που προκαλεί κάποιο συναίσθημα («αντικείμενο πόθου, μίσους» κ.λπ.)
3. το θέμα που απασχολεί κάποιον («αντικείμενο μελέτης, προβληματισμού» κ.λπ.)
4. ο τελικός σκοπός τον οποίο επιδιώκει κάποιος
5. κάθε μέρος του λόγου που λειτουργεί ως αποδέκτης της ενέργειας του ρήματος, δηλ. ο όρος που συμπληρώνει άμεσα ή έμμεσα την έννοια του ρήματος (άμεσο αντικείμενο-έμμεσο αντικείμενο).