ανόρθωση
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
Greek Monolingual
η (AM ἀνόρθωσις)
1. ανοικοδόμηση, αναστήλωση («ἀνόρθωσις τών τειχῶν»)
2. επανόρθωση, βελτίωση, αποκατάσταση («ανόρθωση της οικονομίας», «Χαῖρε ἀνόρθωσις τών ανθρώπων»)
νεοελλ.
η μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές.