απήορος

From LSJ

Greek Monolingual

ἀπήορος κ. ἀπάορος κ. ἀπηόριος κ. ἀπήωρος, -ον (Α) αείρω
1. αυτός που κρέμεται σε ύψος, που είναι ψηλά
2. (με γενική) αυτός που είναι μακριά από κάτι.