απαμπίσχω
From LSJ
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
Greek Monolingual
ἀπαμπίσχω (Α)
1. βγάζω (κυρίως ένδυμα)
2. αφαιρώ, απομακρύνω
3. αποκαλύπτω, φανερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. απ(ο)- + αμπίσχω, παράλληλος τ. του αμπέχω «περικαλύπτω»].