αμπέχω
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek (Liddell-Scott)
αμπέχω: Αἰσχύλ., Σοφ. (ἀμφέχω εἶναι τύπος μεταγενέστ., Ἀνθ. Π. 693)· ὡσαύτως ἀμπίσχω Εὐρ. Ἱππ. 193, Ἱκ. 165, πρβλ. Ἐλμσλ. Μήδ. 277: Ἐπ. παρατατ. ἄμπεχον Ὀδ. Ζ. 225 (μεταγ. ἄμφεχον Κόϊντ. Σμ. 3. 6, 5. 106): μέλλ. ἀμφέξω Εὐρ. Κύκλ. 344: ἀόρ. ἤμπισχον ὁ αὐτ. Ἴων 1159, Ἀριστοφ., Πλάτ.: - Μέσ. ἀμπέχομαι Ἀριστοφ., Ξεν.: ἀμπίσχομαι Εὐρ. Ἑλ. 422, μ. γ΄. πληθ. ἀμπισχοῦνται Ἀριστοφ. Ὄρν. 1090: παρατ. ἠμπειχόμην Πλάτ. Φαίδων 87Β, Ἐπ. ἀμπεχόμην Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 324: μέλλ. ἀμφέξομαι Φιλεταιρ. Ἄδηλ. 1: ἀόρ. ἠμπισχόμην Εὐρ. Μήδ. 1159, Ἀριστοφ. (οὐχὶ ἠμπεσχ- Ἐλμσλ. Μήδ. ἔνθ. ἀνωτ.), β΄ ἑν ὑποτακ. ἀμπίσχῃ Εὐρ. Ι. Α. 1439, μετοχ. ἀμπισχόμενος Ἀριστοφ. Σφ. 1150. - Τοῦ ἀορ. οἱ τύποι ἀμπισχεῖν, ἀμπισχὼν συχνάκις ἐσφαλμένως γράφονται (ὡς εἰ ἦσαν τύποι ἐνεστῶτος) ἀμπίσχειν, ἀμπίσχων: (ἀμπὶ Αἰολ. ἀντὶ ἀμφὶ καὶ ἔχω). Ι. περιβάλλω, καλύπτω, Λατ. cingere, μετ’ αἰτ., ἅλμη οἱ νῶτα ἄμπεχεν Ὀδ. Ζ. 225· κυνῆ πρόσωπα Θεσσαλίς νιν ἀμπέχει Σοφ. Ο. Κ. 314, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 818: μεταφ. ἀμπ. τινὰ σμικρότητι, περιβάλλω, τινὰ διά.., Πλάτ. Πρωτ. 320Β: - ἀπολ., σκότος ἀμπίσχων, τὸ περιβάλλον σκότος, Εὐρ, Ἱππ. 192, κτλ. 2) ἐναγκαλίζομαι, γόνυ σὸν ἀμπίσχειν χερὶ ὁ αὐτ. Ἱκ. 165. 3) καταλαμβάνω, ἐννοῶ, Πλάτ. Πολιτ. 311C. ΙΙ. περιτίθημι, Λατ. circumdare, induere, ἰδίως περιβάλλω τινὰ δι’ ἱματίων καὶ τὰ τοιαῦτα, μετὰ διπλ. αἰτ. κρίβανόν μ’ ἀμπίσχετε Ἀριστοφ. Σφ. 1153, πρβλ. Βατρ. 1063, Λυσ. 1156: ὡσαύτως μετὰ προθ., τοίχισιν δ’ ἔπι ἤμπισχεν... ὑφάσματα, περιεκάλυψεν αὐτούς.., Εὐρ. Ἴων 1159. 2) Μέσ., περιτίθεμαι, περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, πέπλους Εὐρ. Μήδ. 1159· φορῶ, τὸ τῆς γυναικός ἀμπέχει χιτώνιον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 374· λευκὸν ἀμπέχει; φορεῖς λευκὸν ἐπανωφόριον; ὁ αὐτ. Ἀχ. 1024· χλαίνας οὐκ ἀμπισχοῦνται ὁ αὐτ. Ὄρ. 1090· καλῶς ἠμπίσχετο, ἦτο καλοφορεμένος, ὁ αὐτ. Θεσμ. 165· ἐπ’ ἀριστερὰ ἀμπ. (πρβλ. ἀναβάλλω ΙΙΙ), ὁ αὐτ. Ὄρν. 1567· καὶ στῆθί γ’ ἀμπισχόμενος, φορῶν τὸ ἐπανωφόριόν σου, ὁ αὐτ. Σφ. 1150· ἀμπεχόμενοι, φοροῦντες τοὺς ἐπενδύτας των, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γυμνοὶ (πρβλ. γυμνὸς Ι. 5), Πλάτ. Γοργ. 523C, Ἀριστ. Προβλ. 2. 9· ἄνω τοῦ γόνατος ἀμπ., φορῶ χιτῶνα μὴ καθικνούμενον μέχρι τοῦ γόνατος, Φιλέταιρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· περιττῶς ἀμπ., εἶμαι μεγαλοπρεπῶς ἐνδεδυμένος, Πλουτ. Δημήτρ. 41: - ὡσαύτως μ. δοτ., περιβάλλω, περικαλύπτω ἐμαυτὸν μέ τι (ἴδε ἐν λ. ἔκβολος) Εὐρ. Ἑλ. 422.
Greek Monolingual
ἀμπέχω και ἀμφέχω και ἀμπίσχω (Α)
Ι. ενεργ.
1. περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω
2. προστατεύω
«σμικρότητι ἤμπισχεν» (Πλάτ. Πρωτ.)
3. αγκαλιάζω
4. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, ντύνω
μεσ.
1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ
2. (το αρσενικό της μετοχής ενεστώτος στον πληθυντικό) οι ἀμπεχόμενοι
αυτοί που φορούν τους επενδύτες τους (αντίθ. γυμνοί)
(φρ) «περιττὼς ἀμπέχομαι» — είμαι μεγαλόπρεπα ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τύπος ἀμπέχω < ἀμφέχω (ἀμφί- + ἔχω) με ανομοίωση του φ σε π λόγω του ακολουθούντος δασέος χ. Ο τύπος ἀμπίσχω < ἀμφί- + ἴσχω (παράλληλος τύπος του ἔχω) πάλι με ανομοίωση του φ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμπεχόνη.