ἀπαμπίσχω

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαμπίσχω Medium diacritics: ἀπαμπίσχω Low diacritics: απαμπίσχω Capitals: ΑΠΑΜΠΙΣΧΩ
Transliteration A: apampíschō Transliteration B: apampischō Transliteration C: apampischo Beta Code: a)pampi/sxw

English (LSJ)

A take off, ἐσθῆτα Ph.2.43:—Med., doff, 1.653: and metaph., ψυχὴ ἀ. τὸ ἀδικεῖν ib.569.
II metaph., lay bare, reveal, 2.74, al.

Spanish (DGE)

1 quitarse, desvestirse τὴν ἐσθῆτα Ph.2.43, tb. en v. med., Ph.1.653
fig. ἀπαμπισχομένην τὸ ἀδικεῖν ψυχήν Ph.1.569.
2 darse a conocer μόνοις ὑμῖν Ph.2.74.

German (Pape)

[Seite 277] nur ἀπαμπισχεῖν aor., auskleiden, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαμπίσχω: ἀπεκδύω, πάντα ἀπαμπίσχοντες καὶ ἀπογυμνοῦντες Φίλων 2. 74, 47 κτλ.

Greek Monolingual

ἀπαμπίσχω (Α)
1. βγάζω (κυρίως ένδυμα)
2. αφαιρώ, απομακρύνω
3. αποκαλύπτω, φανερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. απ(ο)- + αμπίσχω, παράλληλος τ. του αμπέχω «περικαλύπτω»].