απογυμνώνω

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

(AM ἀπογυμνῶ, -όω)
1. ξεγυμνώνω, γδύνω εντελώς
2. αφοπλίζω
3. αφαιρώ εντελώς κάτι από κάποιον, τον ληστεύω
νεοελλ.
λεηλατώ
αρχ.
1. αποκαλύπτω, φανερώνω
2. εξηγώ
3. (-ούμαι)
γίνομαι ορατός, φανερώνομαι.